- ἐφθονημένως
- ἐφθονημένωςgrudginglyindeclform (adverb)φθονέωbear ill-willperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφθονημένως — ἐφθονημένως (Α) επίρρ. φθονερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παθ. παρακμ. εφθονημένος τού ρ. φθονώ] … Dictionary of Greek